ἐτέλεσα

ἐτέλεσα
τελέω
fulfil
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τελέστωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) τελεστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού ρ. τελῶ* + επίθημα τωρ (πρβλ. μνήσ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • τελεσμός — ὁ, Α 1. καθιερωμένη τελετή («συντελοῡντες τὸν τελεσμὸν καὶ τὴν θυσίαν τῷ Άσκληπιῷ», επιγρ.) 2. συμπλήρωση, ολοκλήρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + κατάλ. μος (πρβλ. τέλεσ μα)] …   Dictionary of Greek

  • τελεστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. τελεστής, ιεροτελεστής, μυσταγωγός 2. (στην αρχ. Τροιζήνα) αυτός που τελούσε τα προς τιμήν τής θεάς Κυβέλης μυστήρια («τελεστὴρ τᾱς Μεγάλας Ματρός», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + επίθημα τηρ* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • τελεστήριο — Ο τόπος, όπου οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τελούσαν τα μυστήρια. Λεγόταν επίσης, ο τόπος ιεροτελεστίας αλλά και κάθε τόπος, στον οποίο τελούσαν κάποια θρησκευτική τελετή, θυσία ή μυσταγωγία. Σε νεότερα χρόνια τ. αποκαλούσαν κυρίως εκείνο της …   Dictionary of Greek

  • τελεστής — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κρητικός, πατέρας της ωραίας Ιάνθης την οποία αγάπησε παράφορα ο Ίφις από τη Φαιστό. Η θεά τους όμως, από αντιζηλία, μεταμόρφωσε την Ιάνθη σε έφηβο. 2. Ο τελευταίος από τους Βακχίδες, βασιλιάς της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”